ἑκουσιάζομαι

Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A offer or be offered freely, ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν LXX Jd.5.2 ; ὁ -όμενος τῷ νόμῳ ib.IMa.2.42.

German (Pape)

[Seite 770] freiwillig Etwas thun, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκουσιάζομαι: ἀποθ., ἑκουσίως προσφέρω, Ἑβδ. (Α. Μακκ. Β΄, 42), Εὐστ., κτλ. 2) θέλω, προαιροῦμαι, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος... πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ζ΄, 13).

Spanish (DGE)

actuar con voluntad propia, ofrecerse voluntariamente LXX Id.5.2B, 9B, Aq.Ca.6.12, 7.1, Is.13.2, Sud., c. inf. ὁ ἑκουσιαζόμενος ... πορευθῆναι εἰς Ιερουσαλεμ LXX 2Es.7.13
presentar una ofrenda voluntaria τῷ κυρίῳ LXX 2Es.3.5, εἰς οἶκον θεοῦ LXX 2Es.7.16
someterse de buen grado τῷ νόμῳ LXX 1Ma.2.42.

Greek Monolingual

ἑκουσιάζομαι (Α)
1. προσφέρω εθελοντικά τις υπηρεσίες μου
2. θέλω, προτιμώ.