ἰπωτρίς
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A for pressing in dislocated joints, σπάθη Heliod. ap. Orib.49.32.4 and 17.9.
Greek Monolingual
ἰπωτρίς, ἡ (Α) ιπώ
μέσο πίεσης στις εξαρθρωμένες κλειδώσεις του σώματος.