ἀναζωγράφημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A memory-image, Peripatetic word, Alex.Aphr. de An.60.6, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
representación mental Alex.Aphr.de An.68.6.
Greek Monolingual
ἀναζωγράφημα (-ατος), το (Α) ἀναζωγραφῶ
μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό.