ἡλιόμορφος

Revision as of 16:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A sun-shaped, Castorio 1.

German (Pape)

[Seite 1162] von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ ἡλίου, Ποιητὴς παρ᾿ Ἀθην. 542Ε.

Greek Monolingual

και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].