ἡλιόμορφος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡλιόμορφον, sun-shaped, Castorio 1.
German (Pape)
[Seite 1162] von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ ἡλίου, Ποιητὴς παρ᾿ Ἀθην. 542Ε.
Greek Monolingual
και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος, πολύμορφος].