κλινοπάλη

Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A bed-wrestling, sens. obsc., Suet.Dom.22.

German (Pape)

[Seite 1454] ἡ, das Bettringen, der Beischlaf, Sueton. Domit. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπάλη: ᾰ, πάλη ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22.

Greek Monolingual

κλινοπάλη, ἡ (Α)
η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία.