σκαρδαμυκτικός

Revision as of 17:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to winking, blinking, of the eye, Id.HA492a10, Phgn.807b37.

Greek (Liddell-Scott)

σκαρδᾰμυκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος νὰ ἀνοιγοκλείῃ συχνάκις τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 3, πρβλ. Φυσιογν. 3. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκαρδαμυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκαρδαμύσσω
αυτός που έχει τη συνήθεια να ανοιγοκλείνει συνεχώς τα μάτια του.