ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
useful: P. and V. χρήσιμος, χρηστός, σύμφορος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος.