ἀρητεύω

Revision as of 15:45, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be president, βωλᾶς IG12(3).1259 (Cimolus); Dor. ἀϝρ- ib.4.497.4 (Mycenae), SIG56.43 (Argos). (Always in 3sg. impf. ἀϝρήτευε, ἀρήτευε, hence perh. for ἐ-ϝρήτευε, from ϝρητεύω, cf. ϝρήτρα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀρητεύω: εἶμαι ἀρητήρ, ἱερεύς, κατὰ τὸν Le Bass, ἀρήτευε Λέων [β]ωλᾶς σωτέρας SGDI 3237, ἀρήτευε δαμιοργῶν Δελφίων Τ[ι] μοκρίτου Δαιφοντεὺς 3315, κατὰ τὴν Helen M. Searles ἴσως σημαίνει ἀγορεύω, δημηγορῶ (Studies in Class. Philol.)· ἀλλ’ ὁ Τσούντας ἐν Ἐφημ. Ἀρχ. 1887, 15. 7 σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἀριστεύω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. impf. ἀϝρε̄́τευε ICr.1.8.4b.23 (Cnoso V a.C.)]
ser presidente, ICr.l.c., IG 12(3).1259.14 (Cimolo V a.C.), IG 4.497.4 (Micenas II a.C.).

• Etimología: Quizá ἀϝρήτευε por ἐ-Ϝρήτευε de Ϝρετεύω denom. de Ϝρήτρα, de la raíz *(H)erH3- ‘hablar’, cf. εἴρω, ἐρευνάω, etc.