σκληροπρόσωπος
English (LSJ)
ον,
A hard, bold of face, LXX Ez.2.4 cod.A (also Thd.ibid.).
German (Pape)
[Seite 901] mit hartem Gesichte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον σκληρόν, θαρραλέον, ἀπτόητον, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως μτφ.) θαρραλέος, απτόητος («υἱοὶ σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -πρόσωπος (< πρόσωπον)].