ἀσπιστήρ

Revision as of 13:40, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., S.Aj.565, E.Heracl.277.

German (Pape)

[Seite 374] ῆρος, ὁ, = folgdm, ἄνδρες Soph. Ai. 562; Eur. Heracl. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπ., Σοφ. Αἴ. 565, Εὐρ. Ἡρακλ. 277.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 subst. guerrero armado con escudo ἄνδρες S.Ai.565, μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες E.Heracl.277, αἰθέρος ἀσπιστῆρας ὁμήλυδας guerreros armados con escudos de éter que marchan al mismo paso Nonn.D.2.416, fig. de delfines, Opp.H.2.564.
2 adj. formado por guerreros armados de escudo στρατός Nonn.Par.Eu.Io.18.3.

Greek Monolingual

ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) ασπίς
ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής.

Greek Monotonic

ἀσπιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπιστήρ: ῆρος ὁ Soph., Eur. = ἀσπιστής I.

English (Woodhouse)

soldier