ἐπίχειρα
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχειρα: «τὰ ὑπὲρ τὸν μισθὸν διδόμενα τοῖς χειροτέχναις» Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχειρα: τά
1) (выдаваемая на руки) плата, мзда, вознаграждение: ἐ. τινος Arph., Plat., Polyb. награда за что-л.;
2) расплата, возмездие, кара (τινος Aesch., Polyb., Luc.): ξιφέων ἐ. λαχεῖν Soph. пасть от меча.