παρακρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 18:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρέμᾰμαι Medium diacritics: παρακρέμαμαι Low diacritics: παρακρέμαμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: parakrémamai Transliteration B: parakremamai Transliteration C: parakremamai Beta Code: parakre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang beside, Luc.Asin.23 : metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.

Greek Monolingual

Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].

Russian (Dvoretsky)

παρακρέμᾰμαι: (только praes., pass. к παρακρεμάννυμι) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.