ἀκρόβολος
English (LSJ)
ον, Pass.,
A struck from afar, A.Th.158. II ἀκρο-βόλος, ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG5(1).1426.10 (Messene, iv/iii B. C.), Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόβολος: -ον, παθ. ὁ μακρόθεν πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 158. ΙΙ. ἀκροβόλος, ὁ, ὁ μακρόθεν βάλλων, «ἀκοντιστής, τοξότης», Ἡσύχ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé de loin.
Étymologie: ἄκρος, βάλλω.
Greek Monotonic
ἀκρόβολος: -ον (βάλλω), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από μακριά, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ἀκροβόλος, (παροξ.) ὁ, τοξότης, ακοντιστής.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόβολος: поражаемый сверху (ἐπάλξεις Aesch.).