συγκατέδομαι
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
fut. of συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.