δισπερίοδος

From LSJ
Revision as of 22:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισπερίοδος Medium diacritics: δισπερίοδος Low diacritics: δισπερίοδος Capitals: ΔΙΣΠΕΡΙΟΔΟΣ
Transliteration A: disperíodos Transliteration B: disperiodos Transliteration C: disperiodos Beta Code: disperi/odos

English (LSJ)

ὁ,

   A twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.