ιδος, ἡ, poet. for ὄϊς,
A sheep, Theoc.1.9 (in acc. sg. οἴιδα, but οἰίδα 'sheepskin' [cj. Ahrens] is prob.).
οἶις, ἡ (Α)(ποιητ. τ.) βλ. όις.
οἶις: ἡ, αιτ. οἴιδα, Επικ. αντί ὄϊς, πρόβατο, σε Θεόκρ.
[epic for ὄϊς]a sheep, Theocr.