προσώπιον

Revision as of 12:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,= προσωπεῖον, IG7.303.68 (Oropus, iii B.C.).    II = ἄρκιον, Dsc. 4.106: also fem. προσωπίς, ίδος, ibid.; προσωπιάς, Id.Eup.2.119 (s.v.l.); προσωπῖτις, Gp.5.48.4.

Greek (Liddell-Scott)

προσώπιον: τό, = προσωπεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 16, 27. ΙΙ. ὡς ὄνομα φυτοῦ τινος, τὸ τοῦ Πλινίου persolata ἢ personata, κατὰ τὸν Sprengel Arctium Lappa Διοσκ. 4. 107. ὡσαύτως, προσωπίς, ίδος, αὐτόθι· καὶ προσωπῖτις, Γεωπ. 5. 48, 4· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος ἦτο καὶ τὸ ὄνομα νήσου τινὸς ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 41. 168.

Greek Monolingual

το, Α πρόσωπον
1. προσωπείο
2. το ποώδες φυτό άρκτιο.