ἐξαναστέφω

Revision as of 16:01, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.

German (Pape)

[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.

French (Bailly abrégé)

couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.

Spanish (DGE)

coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.

Greek Monolingual

ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναστέφω: обвивать сверху донизу (θύρσον κισσῷ Eur.).

Middle Liddell

fut. ψω
to crown with wreaths, Eur.