ἰτέον
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
[ῐ], (εἶμι
A ibo) one must go, Hp.Acut.38, Pl.R.394d, Lg.803e, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ εἶμι, δεῖ ἰέναι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ.390, Πλάτ. Πολ. 394D, Νόμ. 803 Ε.
Greek Monotonic
ἰτέον: ρημ. επίθ. του εἶμι (ibo), αυτό που πρέπει να φύγει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰτέον: (ῐ) adj. verb. к εἶμι.