λιμφός

From LSJ
Revision as of 18:32, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.

Greek (Liddell-Scott)

λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λιμφός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: συκοφάντης. η μηνυτης παρανόμων H.
Derivatives: λιμφεύειν ἀπατᾶν H
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403).