μεταιωρούμαι

Revision as of 18:19, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

μεταιωοῦμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαι
ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.