μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν2. (συν. στη μέσ.) λεποῦμαι, -όομαιγίνομαι λεπρόςαρχ.γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).