arrow
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. τόξευμα, τό, οἰστός, ὁ (rare P.), βέλος, τό (rare P.), V. ἰός, ὁ, ἄτρακτος, ἡ, πτερόν, τό, γλυφίδες, αἱ.
bow and arrow: P. and V. τόξα, τά.
shoot an arrow: P. and V. τοξεύειν.
shoot (a person) with an arrow: P. and V. τοξεύειν, Ar. and P. κατατοξεύειν.