οἰστός
Full diacritics: οἰστός | Medium diacritics: οἰστός | Low diacritics: οιστός | Capitals: ΟΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: oistós | Transliteration B: oistos | Transliteration C: oistos | Beta Code: oi)sto/s |
Contents
English (LSJ)
ή, όν, A that can be borne, endurable, οἰστὸν ἂν ἦν Th.1.122 ; πάντα οἰστὰ ἐφαίνετο Id.7.75 : Comp., Hld.2.24. Adv. -τῶς Poll.3.131.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστός: -ή, -όν, ὃν πρέπει τις νὰ ὑπομένῃ ὑπομενητός, οἰστὸν ἄν ἦν Θουκ. 1. 122· πάντα οἰστὰ ἐφαίνετο ὁ αὐτ. 7. 75· συγκρ., συμφορᾶς τὸ μὲν ἀπροσδόκητον ἀφόρητον, τὸ δὲ προεγνωσμένον οἰστότερον Ἠλιόδ. 2. 24. ― Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 31.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
supportable.
Étymologie: adj. verb. de οἴσω, f. de φέρω.
2v. ὀϊστός.
Greek Monolingual
ὀϊστός, αττ. τ. οἰστός, ό, ἡ (Α)
1. βέλος («χαλκήρης ὀϊστός», Ομ. Ιλ.)
2. είδος φυτού με βελοειδή φύλλα
3. ο αστερισμός του Τοξότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό μόριο ὀ- (II) και β' συνθετικό ένα αμάρτυρο ρηματικό επίθ. ιστός, το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. isyati «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. οίμα, οίστρος) και τη λ. ιός «βέλος». Κατ' άλλη άποψη, ωστόσο, πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
οἰστός, -ή, -όν (Α) οίσω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομένει, να υποφέρει, ανεκτός, υποφερτός.
επίρρ...
οἰστῶς (Α)
ανεκτά.
Greek Monotonic
οἰστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φέρω, αυτός που μπορεί να γίνει ανεκτός, υποφερτός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἰστός: [adj. verb. к οἴσω выносимый, терпимый, сносный Thuc.
II ὁ атт. = ὀϊστός.
Middle Liddell
οἰστός, ή, όν verb. adj. of φέρω
that must be borne, endurable, Thuc.
English (Woodhouse)
οἰστός = arrow