beacon
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
signalling by beacon fires: P. and V. φρυκτωρία, ἡ, V. πυρὸς παραλλαγαί, αἱ.
beacon fire: V. ἄγγαρον πῦρ, τό, πορευτὸς λαμπάς, ἡ, πῦρ πόμπιμον, τό, λαμπτήρ, ὁ, λαμπάς, ἡ, πυρπόλημα, τό.
a successicn of beacon fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Aesch., Agamemnon 299).
signal by beacon fires: P. φρυκτωρεῖν, P. and V. πυρσεύειν (Xen.).