φρυκτός

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυκτός Medium diacritics: φρυκτός Low diacritics: φρυκτός Capitals: ΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: phryktós Transliteration B: phryktos Transliteration C: fryktos Beta Code: frukto/s

English (LSJ)

φρυκτή, φρυκτόν, (φρύγω)
A roasted, ὑμᾶς . . φρυκτοὺς σκευάσω I'll make roast meat of you, Ar.V.1331 (lyr.); ἀμύγδαλα φ. Sor.1.123.
II as substantive, φρυκτός, ὁ, fire-brand, torch: esp. signal-fire, beacon, A.Ag.30,282,292; φρυκτοὶ ἐς τὰς Ἀθήνας πολέμιοι ᾔ ροντο Th.2.94, cf. 3.22, Aen.Tact.7.4, Onos.25.3.
2 φρυκτός (sc. κύαμος), ὁ, a lot, because roasted beans were used for drawing lots, Plu.2.492a: also, a bean for voting, Poll.8.18.
3 φρυκτοί, οἱ, small fish for frying, small fry, Anaxandr.33.11, Alex.155.3; φρυκτά, τά, Hsch.
4 φρυκτή, ἡ, a kind of resin, Gal.13.589, Paul.Aeg.3.59.

German (Pape)

[Seite 1311] adj. verb. von φρύγω, φρύσσω, 1) gedörrt, geröstet, ὑμᾶς δᾳδὶ φρυκτοὺς σκευάσω Ar. Vesp. 1331. – 2) als substant. ὁ φρυκτός, ein Feuerbrand, eine Fackel; αἰθαλόεντες Agath. 8 (V, 294); im plur. bes. ein Lärmfeuer, Feuerzeichen, mit dem ausgestellte Wächter Signale geben, Aesch. Ag. 30, φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ' ἀπ' ἀγγάρου πυρὸς ἔπεμπεν 273; um das Anrücken der Feinde zu signalisiren, φρυκτοὺς ἀνίσχειν, Feuerzeichen aufstecken, geben, φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται, es werden Feuerzeichen vom Anrücken der Feinde gegeben, Thuc. 2, 94. 3, 22. – Aber auch sc. κύαμος, wie ψῆφος u. κλῆρος, ein Stimmzeichen oder Loos, weil dazu in Athen geröstete Bohnen gebraucht zu werden pflegten, Poll. 8, 18; vgl. Plut. de frat. am. 21. – 3) οἱ φρυκτοί, sc. ἰχθύες, eine Art kleiner, gering geachteter Bratfische, Anaxandrid. bei Ath. VI, 227 b u. Alex. VII, 303 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. rôti, grillé;
II. subst.φρυκτός :
1 flambeau ou torche pour les signaux de nuit;
2 fève grillée pour interroger l'oracle.
Étymologie: φρύγω.

Russian (Dvoretsky)

φρυκτός: [adj. verb. к φρύγω изжаренный: φρυκτόν τινα σκευάσαι Arph. опалить кого-л.
II
1 факел (φρυκτοὶ αἰθαλόεντες Anth.);
2 сигнальный или сторожевой огонь Aesch.: φρυκτοὶ πολέμιοι Thuc. сигнальные огни (предупреждающие о приближении врага);
3 (sc. κύαμος) жареный боб (служивший для жеребьевки): πέμπειν φρυκτοὺς περί τινος πρὸς τὸν θεὸν εἰς Δελφούς Plut. послать к Дельфийскому оракулу (с целью) бросить жребий о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φρυκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φρύγω, «ξεροψημένος», «καβουρδισμένος», ὑμᾶς... φρυκτοὺς σκευάσω, θὰ σᾶς ξεροψήσω, Ἀριστοφ. Σφ. 1330. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. φρυκτός, ὁ, δαυλός, πυρσός· μάλιστα δὲ πυρὰ ἀγγέλλοντά τι, πυρὰ μεταδίδοντα τηλεγραφικάς, οὕτως εἰπεῖν, εἰδήσεις ἐν καιρῷ νυκτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 30, 282, 292· φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται ἐς τόπον, πυρὰ δηλοῦντα τὴν προσέγγισιν τῶν πολεμίων εἴς τινα τόπον, Θουκ. 2. 94., 3. 22· πρβλ. φρυκτωρέω, φρυκτωρός, πυρσὸς ΙΙ. 2) φρυκτὸς (ἐξυπακ. κύαμος), ὁ, κλῆρος. ἐπειδὴ πεφρυγμένοι κύαμοι (κουκκία) ἦσαν ἐνίοτε ἐν χρήσει εἰς κληρώσεις, Πλουτ. 2. 492 Α· ― ὡσαύτως κύαμος πρὸς ψηφοφορίαν, Πολυδ. Η΄, 18. 3) φρυκτοί, οἱ, φρυκτά, τά, μικροὶ ἰχθύες διὰ τηγάνισμα, «ψαράκια», Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 11, Ἄλεξις ἐν «Ὀδυσσεῖ ὑφαίνοντι» 2. 4) φρυκτή, ἡ, εἶδος ῥητίνης, Ἱππ. παρὰ Γαλην., ἴδε Διοσκ. 1. 93.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρυκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ φρύγω ξεροψημένος, καβουρντισμένος
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή
είδος ρητίνης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός
α) φλεγόμενος δαυλός
β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει», Αισχύλ.)
γ) (ενν. κύαμος)
i) κύαμος, κουκί για ψηφοφορία
ii) συνεκδ. ψήφος («τῶν Θεσσαλῶν φρυκτοὺς περὶ βασιλέως πρὸς Θεὸν πεμπόντων», Πλούτ.)
2. (το αρσ. ή το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φρυκτοί και τὰ φρυκτά
είδος μικρών ψαριών για τηγάνισμα.

Greek Monotonic

φρυκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ.,
I. ξεροψημένος, σε Αριστοφ.
II. ως ουσ. φρυκτός, , δαυλός, πυρσός, φανός, σε Αισχύλ.· φρυκτοὶ πολέμιοι ᾔροντο ἐς τόπον, πύρινα σημάδια (φανοί) που δηλώνουν ότι ο εχθρός πλησίασε σ' έναν τόπο, σε Θουκ.

Middle Liddell

φρυκτός, ή, όν verb. adj.]
I. roasted, Ar.
II. as substantive, φρυκτός, οῦ, a signal-fire, bale-fire, beacon, Aesch.; φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται ἐς τόπον fire-signals of an enemy's approach are made to a place, Thuc.

English (Woodhouse)

beacon, fire signal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

signa ignea, fire signals, 2.94.1,
similiter similarly 3.22.7. 3.22.8.