cloth
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ὕφασμα, τό, ὑφαί, αἱ (Plato); see fabric.
fine linen: P. and V. σινδών, ἡ.
cloths spread on the ground: V. πετάσματα, τά, ποδόψηστρα, τά.