Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
related by blood: P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ἀναγκαῖος, προσήκων; see kindred.
Met., of things: P. and V. συγγενής, ἀδελφός, προσήκων, P. σύννομος.