kindred
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, ἀναγκαῖος, προσήκων, V. σύγγονος. ἐγγενής, γενέθλιος, ὁμογενής (also Plato but rare P.), ὁμόσπορος, σύναιμος, ὅμαιμος, ὁμαίμων.
of nations: P. and V. ὁμόφυλος.
murder of kindred: P. ἐμφύλιον αἷμα (Plato). V. ἔμφυλον αἷμα, αἷμα κοινόν, αἷμα γενέθλιον, αὐθέντης φόνος.
murdering kindred, adj.: V. αὐτόχειρ.
Met., of things: P. and V. συγγενής, ἀδελφός, προσήκων, P. σύννομος.
substantive
Use adj.
'tis a Greek custom ever to honour one's kindred: V. Ἑλληνικόν τοι τὸν ὁμόθεν τιμᾶν ἀεί (Euripides, Orestes 486).