consequent
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Ar. and P. ἀκόλουθος, P. ἑπόμενος, συνεπόμενος.
be consequent on, v.; P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).
Ar. and P. ἀκόλουθος, P. ἑπόμενος, συνεπόμενος.
be consequent on, v.; P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).