defame
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. διαβάλλω, διαβάλλειν, κακῶς λέγω, κακῶς λέγειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, Ar. and P. συκοφαντεῖν, P. διασύρω, διασύρειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), V. κακοστομεῖν, δυστομεῖν; see abuse.