defame
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. διαβάλλω, διαβάλλειν, κακῶς λέγω, κακῶς λέγειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, Ar. and P. συκοφαντεῖν, P. διασύρω, διασύρειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), V. κακοστομεῖν, δυστομεῖν; see abuse.