indivisible
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Spanish > Greek
ἀδιάτμητος, ἄλεκτος, ἀμέρειος, ἀκέαστος, ἀδιαίρετος, ἀσυνδύαστος, ἀμερής, ἄτομος, ἄτμητος, ἀμέριστος, ἄσχιστος, ἀδιανέμητος