industry
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English > Greek (Woodhouse)
substantive
diligence: P. φιλοπονία, ἡ, φιλεργία, ἡ.
zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.
handicraft: Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. and V. τέχνη, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ.