τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
See middle.
P. and V. ἐν (dat.), ἐν μέσῳ (gen.).
between: P. and V. ἐν μέσῳ (gen.), μεταξύ (gen.), P. διὰ μέσου (gen.).