obey
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
P. and V. πείθεσθαι (dat.), πειθαρχεῖν (dat.). εἰσακούειν (gen.) (Thuc. 1, 82 but rare P.), V. ἐπιπείθεσθαι (absol.), Ar. and P. ὑπακούειν (gen. or dat.), ἀκροᾶσθαι (gen.), Ar. and V. κλύειν (gen.), ἀκούειν (gen.).
follow: P. and V. ἕπεσθαι (dat.), ἐφέπεσθαι (dat.).