nuisance
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
be a nuisance to, v.: Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.).
be a nuisance to, v.: Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.).