prise
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
V. ἀναμοχλεύειν, μοχλοῖς τριανοῦν, μοχλεύειν, Ar. ἐκμοχλεύειν.
join in prising: Ar. συνεκμοχλεύειν (absol.).