stud
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
variegate: P. and V. ποικίλλειν, P. διαποικίλλειν.
substantive
for fastening: use P. and V. γόμφος, ὁ.
keep a stud (of horses), v.: P. ἱπποτροφεῖν.
Latin > German (Georges)
stud, s. iste.