ἀλυπία

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡπία Medium diacritics: ἀλυπία Low diacritics: αλυπία Capitals: ΑΛΥΠΙΑ
Transliteration A: alypía Transliteration B: alypia Transliteration C: alypia Beta Code: a)lupi/a

English (LSJ)

ἡ,
A freedom from pain or grief, Antipho Soph. ap. Plu.2.833c, Pl.Ax.371d, Men.549, Arist.Rh.1365b13, Epicur.Fr.120, Sotad.5.10, etc.
II digestibility, Thphr. HP2.4.2.

Spanish (DGE)

(ἀλῡπία) -ας, ἡ
I 1liberación de la pena y el dolor τέχνη ἀλυπίας el arte de eliminar la pena por medio de la palabra, Antipho Soph. en Plu.2.833c (= Antipho Soph.A 6)
conseguida en la otra vida, Pl.Ax.371d, Iust.Phil.Dial.45.4
falta de dolor o pena ἡδονὴ καὶ ἀ. Arist.Rh.1365b13, ἡμέρας μιᾶς ἀλυπία μέγ' ἐστὶ κέρδος Ps.Sotad.6.10.
2 indiferencia al dolor, insensibilidad como disposición o virtud filosófica ἀ. ἕξις καθ' ἣν ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας Pl.Def.412c, τὴν τούτων ἀλυπίαν (διώκει) ὁ φρόνιμος Arist.EN 1153a31, ἀ. καὶ εὐταξίαν τὰς αὐτὰς εἶναι τῇ σωφροσύνῃ Chrysipp.Stoic.3.27.7, ἀ. τελικὸν ἀγαθόν Chrysipp.Stoic.3.25.38, περὶ Ἀλυπίας tít. de Diógenes Babilonio PMil.Vogl.11.14 (II d.C.), cf. PRoss.Georg.1.22.16, considerada como un mal λέγουσι τὴν εἰς τὸ ἀπαθὲς καθεστῶσαν ἀλυπίαν ἀφ' ἑτέρου κακοῦ μείζονος ὑπάρχειν Epicur.Fr.[46] 3, μηδέποτε τὴν ἀλυπίαν αἰτοῦ παρὰ θεῶν, ἀλλὰ τὴν μακροθυμίαν Men.Comp.1.282, 2.201.
II inocuidad de alimentos, Thphr.Hp 2.4.2.

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, Kummerlosigkeit, Plat. Ax. 371 d; Unschädlichkeit, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de chagrin.
Étymologie: ἄλυπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῡπία:отсутствие печалей или страданий Plat., Arst., Men.: πρὸς ἀλυπίαν φάρμακον Plut. средство избавления от страданий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡπία: ἡ, ἔλλειψις πόνου ἢ λύπης, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 19, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15. ΙΙ. ἐνεργ., = ἀβλάβεια, τὸ μὴ βλάπτειν τινά, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 2. 4, 2.

Greek Monolingual

ἀλυπία, η (Α) ἄλυπος
απουσία λύπης ή πόνου, απαλλαγή από λύπη ή πόνο
2. το να μην αισθάνεσαι τη λύπη ή τον πόνο
3. πρόληψη ή αποφυγή της λύπης.