uninitiated
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἀτέλεστος, P. ἀμύητος.
uninitiated in Bacchic rites: V. ἀβάκχευτος or ἀτέλεστος τῶν βακχευμάτων.
ignorant of: P. and V. ἄπειρος (gen.).