Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. and V. ἡδέως, ἀσμένως.
voluntarily: P. and V. ἑκουσίως; see voluntarily.
zealously: P. and V. προθύμως, σπουδῇ.