γεφυρεργάτης
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A = γεφυροποιός, Tz.H.2.82.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρεργάτης: -ου, ὁ, =γεφυροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 82.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ constructor de puentes, Ἀπολλόδωρος γ. Tz.H.2.85.
Greek Monolingual
γεφυρεργάτης, ο (Μ)
γεφυροποιός.