γεραιόφλοιος

Revision as of 17:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.

Spanish (DGE)

-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).

Greek Monolingual

γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.

Greek Monotonic

γεραιόφλοιος: -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γεραιόφλοιος: со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.).

Middle Liddell

with old, wrinkled skin, Anth.