γομάριον
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
τό, Dim. of A γόυος 2, PFlor.274.5 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γομάριν PFlor.274.11, Dor.Ab.Doct.83, POxy.1858.5 (VI/VII d.C.)
1 carga llevada por animales, como unidad de medida οἴνου γομάρια δύο, ἅ ἐστιν δίχωρα ὀκτώ PFlor.274.5, cf. 11 (III d.C.), ξύλου SB 7168.8 (V/VI d.C.), cf. SB 9006.3 (III/IV d.C.), Dor.Ab.l.c.
2 bestia de carga, acémila, POxy.l.c.