διωρισμένως

Revision as of 19:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of διορίζω,    A distinctly, separately, Arist.HA521a15, Iamb.Protr.4; definitely, Plu.2.415b.

Greek (Liddell-Scott)

διωρισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διορίζω, ὡρισμένως, σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διορίζω en forma definida (αἷμα) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.HA 521a15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα γένη fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.Protr.4 p.55.

Russian (Dvoretsky)

διωρισμένως:
1) в ограниченном месте, местами (παντελῶς ἢ δ. Arst.);
2) определенно, четко, ясно (καθαρῶς καὶ δ. ἐκθεῖναί τι Plut.).