καθαρῶς
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (Woodhouse)
(see also: καθαρός) clearly, from pure motives, with clean hands, with pure motives
French (Bailly abrégé)
adv.
1 au sens relig. avec pureté ; au sens moral honnêtement;
2 sans mélange : καθαρῶς γεγονέναι HDT être né d'un sang pur;
3 nettement, clairement;
Cp. καθαρώτερον, Sp. καθαρώτατα.
Étymologie: καθαρός.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθᾰρῶς:
1 чисто, безупречно, безукоризненно (ἁγνῶς καὶ κ. HH, Hes.; κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.);
2 честно, правдиво (δικαίως καὶ κ. Dem.);
3 ясно, отчетливо (γνῶναι Arph.; εἰδέναι Plat., Plut.; διορίζειν Arst.);
4 ясно, внятно (λέγειν Arph., Eur.);
5 без примеси: οἱ κ. γεγονότες Ἴωνες Her. чистокровные ионийцы.