δρομάασκε

Revision as of 19:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. δρομάω.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάασκε: λείψανον παλαιοῦ τινος ῥήματος δρομάω = τρέχω, Ἡσ. Ἀποσπ. 2· ἀλλ’ ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο δρώμασκε (δρωμάω) Λοβ. Φρύν. 583, καὶ τὰ Ἑνετ. Σχόλ. Ἰλ. Υ. 227 ἔχουσι φοίτασκε· ― πρκμ. δεδρόμηκε Βάβρ. 60. 8· πρβλ. ὑπαιδεδρόμᾱκα Σαπφ. 2. 10.

Russian (Dvoretsky)

δρομάασκε: Hes. 3 л. sing. aor. iter. к *δρομάω.