θηλύμορφος

Revision as of 21:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A woman-shaped, E.Ba.353; female in type, Arist. Phgn.809b37 (Comp.); ἰδέα Ph.2.261; θεότης Dam.Pr.204; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.

German (Pape)

[Seite 1207] weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν γυναικείαν, Εὐρ. Βάκχ. 353, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 10· ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 4, Νικομ. Γερασ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 144. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux formes féminines.
Étymologie: θῆλυς, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θηλύμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας
αρχ.
1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας
2. ο αριθμός τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, εύ-μορφος].

Greek Monotonic

θηλύμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει γυναικεία μορφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηλύμορφος: (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst.

Middle Liddell

θηλύ-μορφος, ον μορφή
woman-shaped, Eur.

English (Woodhouse)

woman shaped, woman-shaped